- τουμπανιάζω
- davul gibi şişmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τουμπανιάζω — Ν [τούμπανο] 1. πρήζομαι, φουσκώνω και γίνομαι σαν τούμπανο 2. πεθαίνω και αποσυντίθεμαι 3. (μτβ.) δέρνω αλύπητα κάποιον ώστε να πρηστεί. Ν βλ. τυμπανίζω … Dictionary of Greek
τουμπανιάζω — 1. αμτβ., γίνομαι τούμπανο, πρήζομαι, φουσκώνω: Η κοιλιά του τουμπάνιασε απ το πολύ φαγητό. 2. μτβ., κάνω κάτι να γίνει τούμπανο, πρήζω, το φουσκώνω: Τουμπάνιασα το ασκί με κρασί. 3. δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον τουμπάνιασε στο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουμπάνιασμα — το, Ν [τουμπανιάζω] 1. το να φουσκώσει, να πρηστεί κάποιος ή κάτι 2. ανηλεής ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα … Dictionary of Greek
τυμπανίζω — ΝΑ, και τουμπανίζω και τουμπανιάζω Ν [τύμπανον / τούμπανο] 1. παίζω τύμπανο 2. μτφ. ξυλοκοπώ κάποιον δυνατά, τόν δέρνω αλύπητα μσν. διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία, διατυμπανίζω αρχ. 1. χτυπώ κάτι σαν τύμπανο 2. (για ρήτορα) κάνω βίαιες… … Dictionary of Greek
τουμπανίζω — τουμπάνισα, τουμπανίστηκα, τουμπανισμένος, τουμπανιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)